αγγέλιασμα

αγγέλιασμα
το, -ατος
1. υπερβολικό αδυνάτισμα.
2. το αντίκρισμα του αγγέλου στις τελευταίες στιγμές της ζωής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγγέλιασμα — Η τελευταία πνοή, το ξεψύχισμα, το ψυχορράγημα. Αγγελιάζομαι σημαίνει ψυχορραγώ (βλέπω τον άγγελό μου). Χρησιμοποιείται επίσης και το ενεργητικό ρήμα αγγελιάζω, με την έννοια του αδυνατίζω ή πάσχω από σωματική κατάπτωση. Αγγελιάζω σημαίνει και… …   Dictionary of Greek

  • Βασιλικός, Βασίλης — (Καβάλα 1934 –). Συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως σκηνοθέτης σε ελληνικές ταινίες ντοκιμαντέρ και συνεργάστηκε με τον Νίκο Κούνδουρο στο σενάριο της ταινίας Μικρές Αφροδίτες. Ανέλαβε επίσης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”